- ιστός
- Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα.
(Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που συνδυάζονται για την εκτέλεση μίας ορισμένης λειτουργίας αποτελεί ένα όργανο. Οι ι. του ανθρώπινου οργανισμού προέρχονται όλοι από τα τρία βλαστικά δέρματα: εξώδερμα, μεσόδερμα, ενδόδερμα. Η ταξινόμηση των ι. μπορεί να γίνει με διάφορα κριτήρια: εμβρυολογική προέλευση, ανατομο-μικροσκοπική δομή, λειτουργία, χημική σύσταση. Εξεταζόμενοι με μορφολογικό και λειτουργικό κριτήριο, οι ι. του ανθρώπινου οργανισμού ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες: στους επιθηλιακούς ι., συνδετικούς ι., μυϊκούς ι. και στον νευρικό ι.
Οι επιθηλιακοί ι. υποδιαιρούνται ανάλογα με τη λειτουργία τους σε: καλυπτήρια επιθήλια (π.χ. επιδερμίδα), αδενικά επιθήλια (με λειτουργία έκκρισης, αδένες) και αισθητήρια επιθήλια ή νευροεπιθήλια (με λειτουργία υποδοχής των ερεθισμάτων, σωματίδια του Meissner κ.ά.). Οι συνδετικοί ι. συνδέουν τα διάφορα όργανα και συστήματα μεταξύ τους, απ’ όπου παίρνουν και την ονομασία τους· διακρίνονται σε γνήσιους (χαλαρός και στερεός), εξειδικευμένους (π.χ. λιπώδης ι.), ερειστικούς (χόνδρος και οστίτης ι.) και εμβρυϊκούς συνδετικούς ι. Οι μυϊκοί ι. υποδιαιρούνται σε: σκελετικούς μυς, σε λείους και στον καρδιακό μυ. Τέλος, ο νευρικός ι. αποτελείται από τα νευρικά κύτταρα ή νευρώνες, επιτελεί τον κύριο ρόλο του συντονισμού των λειτουργιών του σώματος και η λειτουργία του συνεπικουρείται από τα νευρογλοιακά κύτταρα.
Οι ι. διαφέρουν μεταξύ τους, εκτός από τη δομή και τη λειτουργία, και στην αναγεννητική τους ικανότητα. Σε ορισμένες κατηγορίες ι. όπως, για παράδειγμα, στους σκελετικούς και στον νευρικό, ο αριθμός των κυττάρων παραμένει αμετάβλητος σε ολόκληρη τη ζωή του οργανισμού, επειδή τα κύτταρα αυτών των ι. δεν έχουν ικανότητα διαίρεσης στα ώριμα άτομα. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση των ι. γίνεται μέσω της μεταβολής του όγκου των κυττάρων και όταν αυτά καταστραφούν δεν είναι δυνατή η αναπαραγωγή τους, ενώ σε άλλους ι. τα κύτταρα πεθαίνουν και αντικαθίστανται διαρκώς.
Στους ι. που στερούνται την ικανότητα αναπαραγωγής, οι απώλειες υλικού συμπληρώνονται από έναν ι. που διαφέρει ιστολογικά και λειτουργικά (επουλωτικός ι.) και συνήθως πρόκειται για συνδετικό ι. Στην παθολογία των ι. διακρίνονται τρεις βασικές περιπτώσεις: βλάβες εξαιτίας της αλλοίωσης της βιοχημείας και του μεταβολισμού των συστατικών των κυττάρων (φλεγμονώδεις, δυσμεταβολικές, τοξικές διεργασίες), βλάβες εξαιτίας της διαταραχής του τροφισμού (αγγειακής και νευρικής αιτιολογίας) και βλάβες εξαιτίας της αλλοίωσης των διεργασιών αύξησης και αναπαραγωγής (δυσπλασίες και νεοπλασίες).
(Βοτ.) Τα κατώτερα φυτά αποτελούνται από ι. με απλή οργάνωση και αρχέγονη ανατομική διαφοροποίηση. Οι ι. αυτοί ονομάζονται ψευδείςψευδοπαρέγχυμαψευδοϊστοί. Νηματοειδείς (π.χ. μυκήλιο των μυκήτων) και άλλοτε ελασματοειδείς (π.χ. στα φύκη), οι ψευδοϊστοί σχηματίζονται από την απλή παράθεση και συμπλοκή όμοιων κυττάρων και σε πολλές περιπτώσεις, υπό ορισμένες συνθήκες, αποκτούν την ικανότητα να αναπτύσσουν αυτόνομη ζωή.
Μόνο στα ανώτερα φυτά οι ι., που σε αυτή την περίπτωση ονομάζονται γνήσιοι, εκτελούν ειδικές λειτουργίες και διακρίνονται σε διάφορους τύπους και συστήματα, καθένα από τα οποία είναι ειδικευμένο για μια ορισμένη λειτουργία. Οι ι., ανάλογα με την προέλευσή τους, μπορούν να διακριθούν σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρώτοι δημιουργούνται από τα πρώτα στάδια σχηματισμού του εμβρύου και προέρχονται από τα πρωτογενή μεριστώματα, δηλαδή ομάδες κυττάρων με έντονη μιτωτική δραστηριότητα, οι οποίες επιτρέπουν την ανάπτυξη του φυτού. Τέτοιοι ι. είναι ο θεμελιώδης ι. (παρέγχυμα) και ο στηρικτικός ι. (κολλέγχυμα και σκληρέγχυμα). Από αυτά τα πρωτογενή μεριστώματα σχηματίζονται όλοι οι μόνιμοι ι., τα κύτταρα των οποίων χάνουν την ικανότητα της διαίρεσης. Οι δευτερογενείς ι. προέρχονται από τα δευτερογενή μεριστώματα και σχηματίζονται σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής του φυτού. Κατά κάποιον τρόπο αποτελούν δευτερογενείς διαφοροποιήσεις ορισμένων πρωτογενών ι.
Οι ι. διακρίνονται επίσης σε μηχανικούς ή στηρικτικούς, αγωγούς, εκκριτικούς, αφομοιωτικούς, αποταμιευτικούς (παρεγχύματα διαφόρων ειδών) και σε προστατευτικούς ή επιδερμικούς. Τα παρεγχύματα είναι οι ι. που εκτελούν τις κύριες βιολογικές λειτουργίες των φυτών ή ορθότερα των οργάνων τους. Διακρίνονται σε φωτοσυνθετικό παρέγχυμα (των φύλλων), αποταμιευτικό (των σπερμάτων), υδατέγχυμα, αερέγχυμα ή μεταφορικό παρέγχυμα.
Κολλέγχυμα και σκληρέγχυμα είναι δύο είδη στηρικτικών ι. Το πρώτο αποτελείται από κύτταρα που φέρουν παχιά μη αποξυλωμένα τοιχώματα και εμφανίζεται σε περιοχές του φυτού που αυξάνονται σε μήκος. Στο σκληρέγχυμα, τα κύτταρα καλύπτονται από αποξυλωμένα κυτταρικά τοιχώματα, συχνά διαφοροποιημένα κατά διάφορους τρόπους, σε σκληρωτικά κύτταρα, πιο κοντά, σκληρά και πετρώδη, που περιέχουν κρυστάλλους ή επιμηκύνονται σε ίνες (σκληρεγχυματικές ίνες), οι οποίες συχνά ενώνονται για να σχηματίσουν δέσμες. Μια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση των ι. παρατηρείται στην περίπτωση που η λειτουργία της στήριξης συνοδεύεται από τη λειτουργία της αγωγής. Σε αυτή την περίπτωση, δέσμες ξυλωδών ινών ενώνονται με τριχοειδή αγγεία και εμφανίζουν με αυτό τον τρόπο ποικίλες διαφοροποιήσεις.
(Γεωλ.) Χαρακτηριστικό των πυριγενών πετρωμάτων που αφορά το μέγεθος των κρυστάλλων τους και τον τρόπο της σύνδεσής τους. Οι ι. χωρίζονται σε τρεις τύπους ή μορφές: σε ολοκρυσταλλικούς ι., σε ημικρυσταλλικούς ι. και σε υελώδεις ι. Οι πρώτοι παρατηρούνται σε πυριγενή πετρώματα που προέρχονται από μεγάλο βάθος (πλουτώνια) και υπέστησαν αργή ψύξη. Τα πετρώματα αυτά αποτελούνται μόνο από καλά σχηματισμένους κρυστάλλους. Οι δεύτεροι παρατηρούνται σε πετρώματα που εν μέρει ψύχθηκαν στο εσωτερικό της Γης και εν μέρει στην επιφάνεια. Αποτελούνται και από κρυστάλλους και από άμορφη ύλη που δεν πρόλαβε να κρυσταλλωθεί. Οι τελευταίοι παρατηρούνται σε πυριγενή πετρώματα που δεν πρόλαβαν να κρυσταλλωθούν και αποτελούνται αποκλειστικά από άμορφη ύλη.
Φωτογραφία κολλεγχύματος.
Μικροσκοπικό παρασκεύασμα παγκρεατικού ιστού: διακρίνεται μια νησίδα του Λάγκερχανς, έδρας παραγωγής της ινσουλίνης.
* * *ο (ΑΜ ἱστός)1. μακρύ, κυλινδρικό συνήθως, δοκάρι, κάθετο στον διαμήκη άξονα τού πλοίου, πάνω στο οποίο είναι αναρτημένα τα πανιά, κατάρτι, άρμπουρο2. εργαλείο ή μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ύφανση, αργαλειός («υφαντικός ιστός»)3. το υφάδι, το ύφασμα που υφαίνεται («ο ιστός τής Πηνελόπης»)4. φρ. «ιστός τής αράχνης» — το λεπτό σαν δίχτυ πλέγμα τής αράχνηςνεοελλ.1. βιολ. άθροισμα ομοειδών κυττάρων που επιτελούν την ίδια λειτουργία (α. «μυϊκός ιστός» β. «επιθηλιακός ιστός» γ. «φυτικός ιστός»)2. (ορυκτολ.) το σχήμα, το μέγεθος και ο τρόπος σύνδεσης τών ορυκτολογικών συστατικών ενός πετρώματος3. (μεταλλ.) η υφή ενός μετάλλου4. φρ. α) «ιστός σημαίας» — το κοντάρι τής σημαίαςβ) «ιστός κεραίας» — μεταλλική κατακόρυφη ράβδος ή στήλη που χρησιμοποιείται στη ραδιοτεχνία για τη στήριξη τής κεραίας λήψης ή εκπομπήςαρχ.1. κομμάτι υφάσματος2. (για μέλισσες) κηρήθρα3. το οστό τής κνήμης, το καλάμι4. ονομασία αστερισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵστημι ή, πιθ., από κάποιο μη σωζόμενο θεματικό ενεστωτικό τ. τού ρ. (πρβλ. λατ. sistō). Δύο παρ. του ἱστός μαρτυρούνται στη Μυκηναϊκή: itejao (=*ἱστειάων «γυναικών που ασχολούνται με την ύφανση») και itowesa (= *ιστοFέσσα, επίθ. αβέβαιης σημασίας, προσδιοριστικό τού ον. ἐσχάρα). Ως υποκοριστικὸ τού ἱστός χρησιμοποιήθηκε ο τ. ἱστίον, που εξελίχθηκε σημασιολογικώς στο να δηλώνει όχι τον «μικρό ιστό (κατάρτι)» αλλά το «πανί» (άρμενο) τού πλοίου.ΠΑΡ. ιστίοναρχ.ιστάριον, ιστεών, ιστών.ΣΥΝΘ. ιστοβοεύς, ιστοκεραία, ιστοπέδηαρχ.ιστάρχης, ιστοβόη, ιστοδόκη, ιστοδρομώ, ιστοθήκη, ιστοποιία, ιστοπονία, ιστοπόνος, ιστόπους, ιστοτέλεια, ιστότονος, ιστοτριβής, ιστουργείον, ιστουργία, ιστουργικός, ιστουργός, ιστοφόροςμσν.ιστοπόδιον, ιστούργημανεοελλ.ίσταρχος, ιστογενής, ιστογόνος, ιστοθέτηση, ιστοθέτιδα, ιστοθετικός, ιστοθετώ, ιστοκαλλιέργεια, ιστολογία, ιστολογικός, ιστολυσία, ιστολυτικός, ιστόλυση, ιστοταξία, ιστοτομία, ιστοϋφάντης].
Dictionary of Greek. 2013.